βατταρίζω

βατταρίζω
(AM βατταρίζω)
τραυλίζω
νεοελλ.
περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό -ττ-), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata-, ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το βατταρίζω συσχετίστηκε με το βάτταλος, με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Εξάλλου συγκρίσιμοι προς το βατταρίζω τύποι απαντούν και σε άλλες ινδοευρ, γλώσσες (πρβλ. λατ. balbus «τραυλός», butubatta «ασήμαντα πράγματα»), ενώ τό μτγν. λατ. bat(t)ulus «βραδύγλωσσος» πρέπει να αποτελεί δάνειο από την Ελληνική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βατταρίζω — ισα 1. τραυλίζω, μιλώ με κακή άρθρωση: Δεν μπορείς να τον καταλάβεις όταν μιλάει γιατί βατταρίζει. 2. μτφ., μωρολογώ, μιλάω σαν μωρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βατταριεῖ — βατταρίζω stammer fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βατταρίζω stammer fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατταρισθέντα — βατταρίζω stammer aor part pass neut nom/voc/acc pl βατταρίζω stammer aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατταρίζον — βατταρίζω stammer pres part act masc voc sg βατταρίζω stammer pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατταρίζοντα — βατταρίζω stammer pres part act neut nom/voc/acc pl βατταρίζω stammer pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατταρίζουσι — βατταρίζω stammer pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βατταρίζω stammer pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατταρίζουσιν — βατταρίζω stammer pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βατταρίζω stammer pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατταριζέτωσαν — βατταρίζω stammer pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατταρίζειν — βατταρίζω stammer pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατταρίζεις — βατταρίζω stammer pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”